-
1 γέννα
γένν-ᾰ Emp.17.27, 22.9, A.Pr. 853 (but γέννᾱ in lyr. passages of E., as Hec. 159), ης, ἡ:—poet. for γένος,2 origin, [ τοῦ ὄντος] Parm. 8.6;διέχειν γέννῃ τε κρήσει τε Emp.22.7
;γῆ γ. πάντων Secund. Sent.15
; production,πύου Aret.SD1.14
; ὑγρῶν ib.15.II offspring, son, Pi.O.7.23;θνᾴσκοντα γέννας ἄτερ A. Th. 748
;λαγίνα γ. Id.Ag. 119
; generation,πέμπτη δ' ἀπ' αὐτοῦ γέννα Id.Pr. 853
, cf. 774.2 race, family, οὐρανία γ. ib. 165;ἀρσένων γ. E.Med. 428
(lyr.): rare in Prose,ἡ τοῦ πέρατος γ. Pl.Phlb. 25d
, cf. Is.Fr. 136.3 creation, creature, PMag.Leid.V.7.14.4 personified, Creative Force, ib. W.5.3.III of the Moon, coming forth, Ach.Tat.Intr.Arat.21, Sch.Arat.735, Paul.Al.G.4. -
2 μεγαλύνω
μεγαλύνω, groß machen, erheben; med., τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων, Aesch. Prom. 894; ὅταν τὸ Πενϑέως ὄνομα μεγαλύνῃ πόλις, Eur. Bacch. 320; ὑπερβάλλων ἐμεγάλυνε τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει, Thuc. 8, 81; τοὺς πολεμίους, 5, 98, verstärken, wie D. Sic. 1, 20 u. Plut. Them. 27; ἑαυτόν, Xen. Apol. 32, vgl. Mem. 3, 6, 3.
См. также в других словарях:
χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… … Dictionary of Greek